Σάββατο

Εξαρθρωμένο δάκρυ


Η Μάνα ξεχορτάριαζε το άδειο μνήμα
του πιο μικρού αδερφού της
εκείνου που δεν βρήκαν σώμα για να κλάψουν
και οι ψαλμοί που ανάθρεφαν τους γράβους
σε ξένες ράχες περπατούσαν

Πιο εκείθε ο Πατέρας φύτευε σε αυλάκι σφαίρες
για να έχει γέννημα  ο Φλεβάρης των αθώων
καθώς και τα παιδιά με τα σαπουνισμένα ματια
που άδικα μαχαιρώνουν το φυρό ψωμί 

-Με το λιθάρι σ’ έκοψαν διπλή γυναίκα
την πρώιμη φωτιά στον θρόνο σου φονεύουν –

Μονολογούσε με κάθε βόλι ο Πατέρας
Μοιριολογούσε  η Μάνα με κάθε περιστέρι

Εμείς που δύο λόφοι μας χωρίζαν
εξόριστα ψήναμε αγρίμια
δίχως αλάτι επάνω σε σχισμένες πλάκες
λίγο προτού περάσει ο χειμώνας
και η σκουριά που θέρισε την πέτρα
κρεμάσει το εξαρθρωμένο χέρι

 mat