Παρασκευή

Χτισμένο παράθυρο



Τα ελατήρια πονάνε τα πλευρά  
είμαι μια ξαπλωμένη μάζα
άμορφη , δύσκαμπτη
σε κρεβάτι δίχως  στρώμα
δίχως σκεπάσματα
δίχως μαξιλάρι
σκεπάζομαι με την κουρτίνα
δεν την χρειάζεται το χτισμένο παράθυρο
κρυώνω
ιδρώνω
ανοίγει το άμορφο σώμα
η μάζα λιώνει
σχηματίζει ένα χέρι
ένα μοναδικό χέρι
που ανασύρει το βρώμικο πάτωμα
Η εικόνα μου
κουβαλά δεμένο κουτί
μικρό για το βάρος του
με κόμπους αδίστακτους
ένα τραπέζι
ένα τραπέζι
χρειάζομαι ένα τραπέζι
που είναι ένα τραπέζι
να σηκώσει τόσο φορτίο
ένα χέρι με  δάχτυλα ολόκληρα
με τα νύχια ακονισμένα
να λύσει τους κόμπους
δεν έχω νύχια
δεν έχω δάχτυλα
είμαι μια άμορφη μάζα
ένα λιωμένο σώμα
ένα μαχαίρι
ένα μαχαίρι
να κόψω τα σχοινιά
μα είναι τόσο βαρύ πανάθεμα
πώς κι είναι τόσο άδειο
και ποιος έδεσε χίλιους κόμπους το κενό
Με περιφέρω
σαν επιτάφιο αστόλιστο
από δωμάτιο σε δωμάτιο
με ερωτεύεται η θλίψη
γυμνή μου προσφέρει την σάρκα
κι εγώ μια ιπτάμενη άμορφη μάζα
καρφώνω το άδειο κουτί
τα καρφιά διαπερνούν το ταβάνι
τους τοίχους
το πάτωμα
κι η μάζα μου ρέει στις σωλήνες 
του καλοριφέρ 
της ύδρευσης 
της αποχέτευσης 
για να επιστρέψει στο κρεβάτι
με τα γυμνά ελατήρια
να εισχωρούν στα πλευρά
και την κουρτίνα να με πνίγει.


Τετάρτη

Πληρωμένη ουτοπία



Οι επιστροφές είναι σειρές
με δυστυχισμένα φώτα στην Champs Elysées
και συστοιχίες με τις ανθισμένες Τζακαράντες
στην παγωμένη οδό Αθηνάς
Πώς μπέρδεψα τα μάτια μου
με τόσα πεθαμένα άνθη ;
Ίσως η ευθυμία που έβγαζε η μάσκα
κι αυτό το ψεύτικο χαμόγελο του δρόμου
που τράβηξε την φωτογραφία
Η Champs Elysées κοιμάται
με ρυθμικές κοφτές ανάσες
Η οδός Αθηνάς προσπερνά
με πληρωμένες ουτοπίες
κι εμένα το βλέμμα αργό
να κόβει τα θλιμμένα σκαλοπάτια
με την πρωτόγονη αφή του ξυρισμένου δέρματος
στα χέρια που διερεύνησαν χυμούς
Έλα να σ' αγκαλιάσω
ως πρόστυχος καπνό να μπερδευτώ
στ αυθαίρετά σου πόδια
και τύλιξέ με στο χιόνι των ανθών σου
κάτω από φύλλα
κάτω από δυστυχισμένα φώτα
με τους πλανόδιους χορευτές
και τα τσιγγάνικα μάτια
που κρύβουν επιβραβεύοντας σιωπηλά
Μικρή τσιγγάνα
που χορεύεις φλαμένκο στην παλάμη μου
ξαφρίζεις την αγάπη από τα ρόδα
κι έμειναν άδειπνες κόγχες
κάτω από τα μελανά μάτια
Στο σώμα μου κοιμάται ένα φίδι
που έχει ένα σπουργίτι στην κοιλιά
και έναν υδροχόο στην ουρά
τρέφεται από του στήθους την πληγή
φροντίζει πάντα να αιμορραγεί
καθώς την ποτίζει με τα δυστυχισμένα φώτα
της Champs Elysées τυλιγμένης στην ομίχλη
Από τον τρίτο όροφο πήδηξε μια απώλεια
και προσμετρήθηκε έλξη
Το σπουργίτι τσιμπολογάει ψίχουλα
από την φούχτα του δανδή
το φίδι κουλουριασμένο ξεδιψά στην πληγή μου
και η οδός Αθηνάς μοιάζει ακριβότερη στην φτήνια της
από την πληρωμένη κάμαρη
Τα ίδια φώτα ανάβουν στον τρίτο
με έναν λυγμό στα μισοβγαλμένα ρούχα
την άλλη μέρα θα ήθελα να σε γευτώ ξανά
στον τρίτο
στο ισόγειο
στο υπόγειο
στην Ηλύσια οδό Αθηνάς
με πληρωμένο χρόνο
σαν πινακίδα Νεον μισοσβησμένη
όπως ακριβώς είναι το όνειρο .