Τετάρτη

Νεκρό γέλιο


paint by mat


Είχα διαβεί της οροφής το σήμαντρο
όταν η πρώτη είδηση μεταδόθηκε
στεκόμουν στην στέγη
ενός ανοίκειου κόσμου
ενός ανήμερου θεού
οπού οι λέξεις που ξεστόμιζε
σαν λυγερόκορμες αναλήθειες εκπορνεύονταν

Ήταν τραγικό το υποθετικό τέλος
της εκφωνούμενης υπόθεσης
Όταν ήμασταν όλοι έτοιμοι
να δεχθούμε την προσποίηση
είδα στα μάτια την πρόταση

Ήθελε να μιλήσει

Η γλώσσα σηκώθηκε
κι έκανε το νεκρό κεφάλι 
να διασκεδάσει

Δεν φοβούμαι τους λεπρούς
με τις ακριβές λιμουζίνες
ούτε τα παιδιά που πλαταγίζουν
την αθώα τους πατούσα
στο Βασίλειο του Σαούλ
Φοβάμαι τις κρεμασμένες φτέρνες
που σαν δικηγόροι υπερασπίζονται
τα ασπρόμαυρα φιλμ
Οι ζωγραφιές που σημαδεύουν
το πίσω μέρος του κορμιού
ποτέ δεν φοβούνται,
στην πραγματικότητα είναι δάκρυ
που ποτέ δεν αντλεί όλο το αίμα

Αναλύοντας για πρώτη φορά
τα υπολείμματα της φωτιάς
ακούω τον θλιβερό απόηχο
από τα παπούτσια του εραστή
Μερικές φορές παρασύρομαι από την διασκέδαση
αισθάνομαι τυφλός και δεν βλέπω
την ζημιά που προκαλεί το μπαστούνι μου
Έτσι αναλύω την καμένη αγάπη
περιμένοντας την ερωμένη να επιστρέψει
τότε είναι που η γλώσσα σηκώνεται
και κάνει το νεκρό κεφάλι
να διασκεδάζει

Για αυτό παραμένουμε άλαλοι, κωφοί
στην λαχτάρα της βροχής
να λούσει το βασίλειο στους ώμους μας
όπως φιλά ο εραστής την ερωμένη
στον ύπνο της δικαιοσύνης
όπως κρεμάνε τα παιδιά
τα όνειρα στα δέντρα
με το φθαρμένο λάστιχο του φορτηγού
όπως χαμογελάς στην οροφή του κόσμου
μια αναγομωμένη μέρα

Αλλά
ακούς την πρώτη είδηση
και ξυπνάς γέρος, τυφλός
με την οσμή καμένου νερού
από τα βήματα της παρέλασης

Επιστρέφω μισθοφόρος, πενθών,
με τα πλούτη των μέσα τόπων
άνυδρη γη το σπαρμένο με εκρήξεις σώμα
και τα μάτια φλεγόμενο έλαιο
Αισθάνομαι γέρος
για να χαρίσω το γέλιο μου
στην Βαβυλώνα
στην Ιεριχώ
στο Χαλέπι
Άκουσα όμως την είδηση
με όλο το αίμα να κυλά
στους ώμους της ερωμένης
και το νεκρό κεφάλι να διασκεδάζει
με τον εραστή της δικαιοσύνης

Πόση Σωτηρία να αντέξουν
τα αθώα μου στήθη ;

 mat

Πέμπτη

Αύγουστος



Με κλέβει ο Αύγουστος
με δολοφονεί κομμάτι κομμάτι
σώπασαν τα τζιτζίκια στην αυλή

-κι ετούτο το καλοκαίρι
δεν μύρισε καθόλου –

κρατά εγκατάλειψη στα χέρια
και ξερά στάχυα
καρφωμένα στις μασχάλες
ούτε φεγγάρια ούτε κοχύλια
αλλά , νύχια φαγωμένα
από ματιών οξύ

Είναι φιλήδονος λένε
τον καρτερούν σαν θεό να προσφερθούν
μα εμένα
κάθε φορά και μια φλέβα μου αφαιρεί

Στο τέλος
αυτό που θα μείνει
είναι ο πάσσαλος που στήριζε το σκιάχτρο
κι ένα φθαρμένο πουκάμισο
δίπλα στους φορτωμένους αμπελώνες

Τον άλλο μήνα

ίσως οι χυμοί από τις ώριμες ρόγες
βάψουν τα δάχτυλα
όταν αυτά ψαχουλεύουν τους αδήλωτους χτύπους

Με θλίβει ο Αύγουστος
γιατί μετακομίζει η καρδιά

-βήμα βήμα
παραχωρείται σε άλλη θάλασσα-


mat