Η Ελένη πονούσε το
νερό
με κρύα χέρια το έσφιγγε
κι όλο πενθούσε τις ψυχές
στις πέτρες που ανθίζανε
με κρύα χέρια το έσφιγγε
κι όλο πενθούσε τις ψυχές
στις πέτρες που ανθίζανε
Η Ελένη
Η αειθαλής αδερφή μου
που πρώτη περπάτησε
Μικρή χερσόνησος του γαλανού
σκάλιζε ασβεστόλιθους με κοχύλια
και στόλιζε νησιά
κύκλους σε αδράχτι υγρής φωτιάς
που οι κάτοικοι λεηλατούσαν
με μια ευφορία γήινη
κι εκείνο το νερό δάκρυ να μην σταλάζει
που έσωνε ρανίδα την ρανίδα
Η Ελένη ,
η αδερφή μου
ένα χλωμό ηφαίστειο
στην λεκάνη
απόμεινε την δύση να κοιτά
ένα χλωμό ηφαίστειο
στην λεκάνη
απόμεινε την δύση να κοιτά
και το
λιωμένο στρώμα
που οι άλικοι σταυροί την διακορεύσαν .
που οι άλικοι σταυροί την διακορεύσαν .
mat
2 σχόλια:
Ετούτη την 'Ελένη' δεν την έχουνε
απλά αδειάσει αλλά την έχουνε ρίξει
στα 'σκυλιά'. Εξαίρετο, Ματθαίε. Η ποιητική σου ακολουθεί μια πορεία όχι απλά ανόδου αλλά ένα επώδυνο ταξίδι στην σκληρή πραγματικότητα. Αλλά οι ποιητές οφείλουν και πρέπει να καταγγέλουν τους καιρούς τους ...
Ωπ! τωρα το ειδα ...
Σε ευχαριστώ βρε Μαρία και που περνάς καιγια τον καλό σου λόγο :)
Δημοσίευση σχολίου