Κυριακή

Μεθυσμένη αυλή

¨Ολη την νύχτα , αδημονούσε η αυλή
να ξεδιψάσει του καλοκαιριού την μέθη
το ρόδο , το μοναδικό στόλισμα του κήπου
τρυγούσε ολοπόρφυρο  του γιασεμιού τον στήμονα
Πλάι – πλάι  οι σκιές 
κέντριζαν με τον λίκνο τους
τα σιδερόφρακτα φεγγάρια
οπού με τις φυλακισμένες λάμψεις
διέγραφαν κύκλους ως κίτρινοι χορευτές
ελάχιστων εκατοστών γύρω απ’ τον εαυτόν τους
ενώ χαρούμενοι λαμπύριζαν οι χαλαζίες του μαρμάρου


Όλη η νύχτα προσπαθούσε να δαμάσει την διάφανη σταγόνα
που εξεγερμένη χάραζε διαδρόμους στο ποτήρι
κι όλο άπλωνε
κι όλο μάζευε κι άλλες
και θέριευε στο τραπέζι
λές και συνωμοτούσε να καταλάβει την αυλή
Στην αρχή ψιθύριζε
κατόπιν φώναζε κι όλο μεγάλωνε
κι όλο τρέχαν οι υπόλοιπες στο κατόπι της
μέχρι που γίναν λίμνη
φτιάξαν ποτάμι γδέρνοντας το μαρμάρινο τραπέζι
κι άλλη λίμνη κι άλλο ποτάμι παρέκει
μέχρι να γίνουν καταρράκτης  
μέχρι να γίνουν θάλασσα
να πνίξουν την αυλή

Έτσι, σταμάτησα να γεμίζω το ποτήρι
Η θρασεία σταγόνα εξατμίσθηκε
πριν φτάσει το τσιμεντένιο πάτωμα  

Ολάκερη την νύχτα
τρυγούσε την μεθυσμένη αυλή
το κόκκινο , μοναδικό της άνθος
λίγο προτού χαράξει ,
μαράθηκε στα χέρια του γιασεμιού .           

mat                

Δεν υπάρχουν σχόλια: