Σάββατο

Ελένη



Η Ελένη πονούσε το νερό
με κρύα χέρια το έσφιγγε
κι όλο πενθούσε τις ψυχές
στις πέτρες που ανθίζανε

Η Ελένη
Η αειθαλής αδερφή μου
που πρώτη περπάτησε

Μικρή χερσόνησος του γαλανού
σκάλιζε ασβεστόλιθους με κοχύλια
και στόλιζε νησιά
κύκλους σε αδράχτι υγρής φωτιάς
που οι κάτοικοι λεηλατούσαν
με μια ευφορία γήινη
κι εκείνο το νερό δάκρυ να μην σταλάζει
που έσωνε ρανίδα την ρανίδα

Η Ελένη ,
η αδερφή μου
ένα χλωμό ηφαίστειο
στην λεκάνη
απόμεινε την δύση να κοιτά
και το λιωμένο στρώμα
που
οι άλικοι σταυροί την διακορεύσαν .

mat