Πέμπτη

(Α)Συμφωνία σε ρυθμό παρωδίας




Κοιτάξτε με
είμαι εγώ που γύμνωσα τα δέντρα
που αποκαθήλωσα τις φράσεις
η Δωροθέα , η Ευλαμπία
την μέρα κατηγορώ τα Ταμπούρια
τα Καμίνια την Δραπετσώνα
για το χαμένο ζωντανό φτωχό τους χρώμα
αδιαφορώ για το τι λέτε
και δείχνω την γυμνή μου θλίψη
παίζω στα δάχτυλα τις εναλλαγές
μα εσείς

Κοιτάξτε με
είμαι η άποψη σας
η όψη μου είναι ο πατέρας που δεν έλιωσε
τα πέλματά μου ακολουθούν την μυρωδιά σας
κοιτάξτε με
με την σκουρόχρωμη κορδέλα
στα αθώα μου μαλλιά
τι όμορφη είμαι
τι πεθαμένη όψη που έχει η καρδιά
Σας κουβαλώ μαζί μου
σε κάθε παραχώρηση στον Άγιο Παύλο
στην Αχαρνών , στην Μάρνη
που ξέφυγε από το μαντίλι μιας άλλης προσευχής
σας κουβαλώ στην παρακμή μου
με ένα χαρτί που υποθήκευσα
για να με κοιτάτε

Κοιτάξτε με
θέλω το χειροκρότημά σας
να ζωντανέψει το αίμα που δανείσθηκα
να αφαιρέσει από τα βλέφαρά μου τα κάρβουνα
αυτά σας προσφέρω
κάθε πρωί
κάθε μεσημέρι
κάθε απόγευμα
με κάθε ευκαιρία
για αυτό κοιτάξτε με

Κοιτάξτε με
μόνο τα πρωινά
Τα βραδινά φορώ την λαμπερή μου ετικέτα
ντύνομαι παρεμφατική έγκλιση
για να γευτώ το διαπασών
με προαστιακές εκκρίσεις  
αλλά και πάλι στα παραπήγματα
των πρωινών κατηγορώ καταθέτω την πλάνη
Στα Εξάρχεια , στο Γκάζι
στους σταθμούς του Μετρό
μετρώ τα πόδια με αναλαμπές
χαϊδεύοντας των ματιών την προστάτιδα
αποκολλώντας τα αιολικά μου δώρα

Γιατί

Είμαι η καθημερινή φωνή που ράβεται
σύμφωνα με τις προσταγές σας

Κοιτάξτε με

Συνενοχή με λένε
συνενοχή και υποκρισία

mat

Η σκιά της καθαίρεσης



Ούτε ένα δάκρυ δεν καθαιρέθηκε
για την υποστολή μας
τα μάτια καρφωμένα χαμηλά
μα το μυαλό σε άλλη Σημαία
που είχε τέλεια καλύψει
τον διαβρωμένο της ιστό
για να ταιριάζει στον αθώο κυματισμό
έτσι όπως περίτεχνα έγερνε αθώα το κεφάλι
ο διπλωμάτης του φτηνού κονιάκ
της Κυριακές
Ένα κουρέλι που στον άνεμο αφέθη
να το πονάει το γαλάζιο του ουρανού
με το ξεθωριασμένο του σχοινί
να πνίγεται απ τον χρόνο
διψώντας για φωτιά
και δάχτυλα ορίζοντες
Ούτε ένα δάκρυ δεν έσταξε
για την καθαίρεση μας
γιατί ανακαλύψαμε πριν την υποστολή μας
πως ήταν τα δωμάτια διπλά
και τα κενά μνημόσυνα
που κουρασμένα γέρναγαν  τα τζάμια
αντανακλούσαν τα απατηλά φιλιά
Βοηθούσαν βλέπεις τα σημαδεμένα χέρια
εκείνα που δεν γνώρισαν ζωντανή βελονιά
ούτε χαιρέτισαν δια χειραψίας σφιχτά
του μνήματος την αντιλαλιά
παρά μονάχα σαν ηχώ και σαν δραματουργός χορός
ακολουθούσαν τον κενό βηματισμό
και σαν καθρέφτισμα τσαλακωμένο
αντιφωνούσαν την επίδοξη φωταγωγία
Κανείς δεν κλαίει στις υποστολές
Γιατί το βλέμμα είναι χαμηλό
και τής καθαίρεσης τον ήχο  
καλύπτει ο ίσκιος της καινούριας σημαίας.

mat