Κυριακή

Φωλιά στα σύνορα




ΛΑΜΑΡ [ЛАМАР (1898-1974)]:
Τα πουλιά περνούν τα σύνορα
Αχ, τι ευτυχία, τι τύχη εκπληκτική:
σύνορα τα πουλιά δεν εμποδίζουν!
Οι άνθρωποι, χωρίς άλλο, το γνωρίζουν,
μα δεν το εννόησαν οι πολιτικοί!
Κι απ’ όλα τα ημισφαίρια,
αράδα-αράδα τα πουλιά αποδημούν,
μα στην παλιά πάλι ξαναγυρίζουνε φωλιά,
πάνω απ’ τη Βουλγαρία και την Ελλάδα.
Και στεκόμαστε εμείς και τα κοιτάμε
πίσω από των συνόρων τη γραμμή.
Πότε θα το μπορέσουμε κι εμείς
στους φίλους ανεμπόδιστα να πάμε;
Μετάφραση: Άρης Δικταίος


Κάπου, κάπου στρέφεται το βλέμμα ανατολικά , εκεί που λέγανε πως βρίσκεται η Εδέμ και νοιώθει ακόμη τράβηγμα η καρδιά να προσπεράσει το σημείο θαρρώντας πως εύκολος είναι ο γυρισμός στην επιφάνεια της προτελευταίας ανάσας .
Κάπου, κάπου λαθεύει η Ιστορία και βγάζει σκάρτη την αλήθεια σου κι έτσι προτού σε βρει η γεύση της απώλειας γυαλίζεις τα προικιά και τα νομίσματα για τις άγριες νύχτες του βορρά . Σρεμπρένιτσα , Σαράγιεβο, Βλασένιτσα , Τούτσλα, Βίτσεγραντ . Καπνιά και στάχτη και μάτια θολά, ακόμη με την πλάνη του αγέρα και τον άλλο θεό να απουσιάζει .
" Κλειστό, λείπω για τάβλι με τον αναμάρτητο, αν φέρει εξάρες παίρνει την Δύση αν φέρω ντόρτια του κέρδισα τον Νότο "
Κι ύστερα έρχεται ο χάλκινος αυλός να σπάσει τα κλαριά των αδερφών με εκατομμύρια διαιρέσεις, όπως η γέφυρα στην Μιτρόβιτσα που χώρισε την "φιλία" με μπάζα και διπλές πινακίδες κυκλοφορίας .
Φορώ το καθαρό μου κούτελο κι έναν σταυρό στο μπράτσο για τον βορρά και μια σελήνη βρώμικη για το απόγευμα του Ιμάμη όμως ίδια είναι η στέγη των ανθρώπων, ίδιο ψωμί, ίδιος ουρανός κόκκινο και απαράλλαχτο το αίμα .
Μόνο η γη και τα διψασμένα δέντρα συγχωρούνε τα περιστέρια όταν πεθαίνουν,
ο άνθρωπος, απλά, σκάβει το μνήμα .
Βαριά η στέγη των ανθοφόρων ματιών και τα πουλιά που χώρεσαν δέκα πατρίδες στα φτερά τους βουτάνε στις λίμνες κάθετα, σιωπηλά, δίχως μια ρυτίδα να χαράζει την ηρεμία της .
Όταν αρχίζουν την κάθοδο οι κορμοράνοι, μαζεύονται κι οι πελεκάνοι σιμά λες κι έχουν κάμει συμφωνία πως θα μοιραστεί η ευλογία . Βρίσκεται τότε η αναπνοή που σαν τραγούδι σου ανοίγει στίχο στίχο την καρδιά, στέκει στο πλάι σου να μοιράζει καλαμπόκια στα γριβαδια και τα τσιρόνια .
Δυο δρασκελιές αέρα παραδίπλα από τον τελευταίο άγιο, στήνει την Βίγλα ο θάνατος, αιώνια μνήμη ο ψίθυρος που διεκδικεί πατρίδα .
Πατρίδα είναι τα μάτια μου, η καρδιά μου, το αίμα που συγχώρεσα κι ας μίσησα τον κομιτατζή με το μαχαίρι . Πάω στον τόπο του με σφραγισμένη την μετάνοια και ναι το ίδιο τραγούδι λένε τα φυλλώματα, με τα ίδια απορρίμματα μετράει το Kazhani, το Jankovec η Οχρίδα τον χιλιομετρικό οδοδείκτη, πλάι στο ποτάμι του εθνικού δρυμού που κλαίει τους φόνους .
Ένα ένα καθαιρώ τα σύνορα στα καμπαναριά και τους μιναρέδες της Κορυτσάς με την αγκαλιά και την ευχή του καντινιέρη στο Lin .

"Ίδιοι οι άνθρωποι,
πεινάς ;
να σε φιλέψω,
διψάς ;
να σε τρατάρω μια δροσιά,
στο πουθενά εκεί που δεν ελπίζεις, βρίσκεις στερέωμα για το δακρυσμένο κράνος, γιατί εκείνο τράβηξε όλους τους λυγμούς της δύσης, καθώς άνοιγε η ζελατίνα κι εφορμούσαν οι ψυχές με λυμένα τα φτερά τους.
Πόσα σύνορα χωράνε στα φτερά των πουλιών ;
πόσες πατρίδες γνώρισαν ;
εδώ μετράμε ακόμη πτώματα που κάποτε σπέρναμε βελανιδιές .
Άφησα πίσω μου τις κραυγές των αετών και φώλιασα στην αγκάλη της αρκούδας για μια ρακή κι ένα λουκούμι μετά την ευλογία της μεγάλης Μάνας , αυτή πρώτη συγχώρεσε τον πόνο ακολουθώντας το παραστρατημένο μνημόσυνο αυτού που είδε διαφορετικά τον κόσμο.
Η φωλιά μου είναι από κλήματα , μάγμα και σχιστόλιθο για στέγη.
Η καρδιά μου, κουβαλάει νερό από πηγή κι έναν στερνό σταυρό που διαρκώς διψάει .
Ίσως να μην υπάρχει θεός, ίσως να πέθανε όπως λέει ο Νίτσε, και μείναμε  να προσκυνάμε το φθαρτό, το πλαστικό, μα σαν γυμνώσεις ένα σώμα η σάρκα τον ίδιο πόνο θα φορέσει για να διαβεί τις ουτοπίες .
Όποιο σκεύος κι αν λατρέψεις, όποιον θεό κι αν καθαιρέσεις, σαν φτάνεις στους αυχένες και τα αλπικά περάσματα που ευδοκιμεί ο άνεμος κι ο ίσκιος σου, αναζητάς την κραυγή του αετού, μετράς με την χούφτα τις καμπές που σε έφτασαν ως εδώ πάνω, ξεχνώντας το σφραγισμένο διαβατήριο , τι να το κάνεις ;
δεν τιθασεύεται ο δρόμος και όσο πιο ψηλά τόσο πιο ανάλαφρα ηχεί η καρδιά σου. Πίνω σύννεφα ενός αλλού τόπου, μόλις πριν λίγο πέρασαν πάνω από την Σερβία, το Κόσοβο, την Αλβανία, στάθηκαν στα Ακροκεραύνια για λίγο, να δροσίσουν τα βάσανα της πέτρας στην Πρεμετή, την λάβα της Κορυτσάς με τις γυμνές κάνες και κανείς δεν ζήτησε πασαπόρτι .
Πούθ’ έρχεσαι; που πάς; μια μπύρα στην Πυρσόγιαννη, στην Βούρμπιανη, στην χτισμένη ιστορία που διάβηκε την οικουμένη σαν ακρογωνιαίος λίθος στις στροφές του Σαραντάπορου και μάρτυράς μου, ο γερασμένος κόμπος της Καρυάς που πήρε την μορφή του ασκητή, πως η συγχώρεση ξεκινάει από τον εαυτό μας. 

Πόσο πιο ταπεινό να γίνει το πάτημα στις Αρένες που ολόκληρος ο Γράμμος αντιλάλησε απ το αίμα; κι ύστερα πάλι στην Κορυτσά να γέρνει το κεφάλι, από την μια ανάσταση κι από την άλλη το θεριό που ανακαινίζει την λατρεία .
Έχω δυό κάρβουνα στα χέρια, το ένα το φύτεψα στην αυλή μου, το άλλο το έτριψα στον άνεμο την αυγή, στο πιο μακρινό μου βήμα, εκείνο που πέρασε τα σύνορα κι ας ήταν λιγοστά, έγιναν δέντρα και τα δυό με αλλοπρόσαλλες φωλιές για κορμοράνους και τσικνιάδες, σε τόπους που δεν ευδοκιμούν οι καλαμιές αλλά χαράχθηκαν τα μάρμαρα των αλωνιών από οπλισμένα πόδια, μύρισε μνήμη ο άργυρος κι ο χαλκός που τεχνουργήθηκε για να εξαπλωθεί το αριστούργημα δεμένο με φιλιγκρι και γράνες.

Άγνωστοι μείναμε, στα κρεβάτια μας, στα βιβλία μας, στις βιτρίνες των Εθνικών ευεργετών που σπείρανε φιλντισένιους ναούς στα δίστρατα για τον αναπαμό του διαβατάρη που μόλις έχασε την γέφυρα γιατί αντάμωσε το δακρυσμένο ζορκάδι.
Άγνωστοι μείναμε σαν αλειτούργητες εκκλησιές που αλυσοδέθηκαν απ τα τρανά μας όνειρα
Έβαλα στις βαλίτσες, λιβάνι νάρδου, κεδρόμηλα του Αι Γιώργη και βασάλτη γιατί δεν θέλω να σκλαβώσω το νερό που μέσα μου κυκλοφορεί .



Όταν θα λιβανίζεις, για εκείνα τα πουλιά που χάθηκαν στον δρόμο θα τραγουδά ο αγέρας . 


 mat