Κυριακή

Φωλιά στα σύνορα




ΛΑΜΑΡ [ЛАМАР (1898-1974)]:
Τα πουλιά περνούν τα σύνορα
Αχ, τι ευτυχία, τι τύχη εκπληκτική:
σύνορα τα πουλιά δεν εμποδίζουν!
Οι άνθρωποι, χωρίς άλλο, το γνωρίζουν,
μα δεν το εννόησαν οι πολιτικοί!
Κι απ’ όλα τα ημισφαίρια,
αράδα-αράδα τα πουλιά αποδημούν,
μα στην παλιά πάλι ξαναγυρίζουνε φωλιά,
πάνω απ’ τη Βουλγαρία και την Ελλάδα.
Και στεκόμαστε εμείς και τα κοιτάμε
πίσω από των συνόρων τη γραμμή.
Πότε θα το μπορέσουμε κι εμείς
στους φίλους ανεμπόδιστα να πάμε;
Μετάφραση: Άρης Δικταίος


Κάπου, κάπου στρέφεται το βλέμμα ανατολικά , εκεί που λέγανε πως βρίσκεται η Εδέμ και νοιώθει ακόμη τράβηγμα η καρδιά να προσπεράσει το σημείο θαρρώντας πως εύκολος είναι ο γυρισμός στην επιφάνεια της προτελευταίας ανάσας .
Κάπου, κάπου λαθεύει η Ιστορία και βγάζει σκάρτη την αλήθεια σου κι έτσι προτού σε βρει η γεύση της απώλειας γυαλίζεις τα προικιά και τα νομίσματα για τις άγριες νύχτες του βορρά . Σρεμπρένιτσα , Σαράγιεβο, Βλασένιτσα , Τούτσλα, Βίτσεγραντ . Καπνιά και στάχτη και μάτια θολά, ακόμη με την πλάνη του αγέρα και τον άλλο θεό να απουσιάζει .
" Κλειστό, λείπω για τάβλι με τον αναμάρτητο, αν φέρει εξάρες παίρνει την Δύση αν φέρω ντόρτια του κέρδισα τον Νότο "
Κι ύστερα έρχεται ο χάλκινος αυλός να σπάσει τα κλαριά των αδερφών με εκατομμύρια διαιρέσεις, όπως η γέφυρα στην Μιτρόβιτσα που χώρισε την "φιλία" με μπάζα και διπλές πινακίδες κυκλοφορίας .
Φορώ το καθαρό μου κούτελο κι έναν σταυρό στο μπράτσο για τον βορρά και μια σελήνη βρώμικη για το απόγευμα του Ιμάμη όμως ίδια είναι η στέγη των ανθρώπων, ίδιο ψωμί, ίδιος ουρανός κόκκινο και απαράλλαχτο το αίμα .
Μόνο η γη και τα διψασμένα δέντρα συγχωρούνε τα περιστέρια όταν πεθαίνουν,
ο άνθρωπος, απλά, σκάβει το μνήμα .
Βαριά η στέγη των ανθοφόρων ματιών και τα πουλιά που χώρεσαν δέκα πατρίδες στα φτερά τους βουτάνε στις λίμνες κάθετα, σιωπηλά, δίχως μια ρυτίδα να χαράζει την ηρεμία της .
Όταν αρχίζουν την κάθοδο οι κορμοράνοι, μαζεύονται κι οι πελεκάνοι σιμά λες κι έχουν κάμει συμφωνία πως θα μοιραστεί η ευλογία . Βρίσκεται τότε η αναπνοή που σαν τραγούδι σου ανοίγει στίχο στίχο την καρδιά, στέκει στο πλάι σου να μοιράζει καλαμπόκια στα γριβαδια και τα τσιρόνια .
Δυο δρασκελιές αέρα παραδίπλα από τον τελευταίο άγιο, στήνει την Βίγλα ο θάνατος, αιώνια μνήμη ο ψίθυρος που διεκδικεί πατρίδα .
Πατρίδα είναι τα μάτια μου, η καρδιά μου, το αίμα που συγχώρεσα κι ας μίσησα τον κομιτατζή με το μαχαίρι . Πάω στον τόπο του με σφραγισμένη την μετάνοια και ναι το ίδιο τραγούδι λένε τα φυλλώματα, με τα ίδια απορρίμματα μετράει το Kazhani, το Jankovec η Οχρίδα τον χιλιομετρικό οδοδείκτη, πλάι στο ποτάμι του εθνικού δρυμού που κλαίει τους φόνους .
Ένα ένα καθαιρώ τα σύνορα στα καμπαναριά και τους μιναρέδες της Κορυτσάς με την αγκαλιά και την ευχή του καντινιέρη στο Lin .

"Ίδιοι οι άνθρωποι,
πεινάς ;
να σε φιλέψω,
διψάς ;
να σε τρατάρω μια δροσιά,
στο πουθενά εκεί που δεν ελπίζεις, βρίσκεις στερέωμα για το δακρυσμένο κράνος, γιατί εκείνο τράβηξε όλους τους λυγμούς της δύσης, καθώς άνοιγε η ζελατίνα κι εφορμούσαν οι ψυχές με λυμένα τα φτερά τους.
Πόσα σύνορα χωράνε στα φτερά των πουλιών ;
πόσες πατρίδες γνώρισαν ;
εδώ μετράμε ακόμη πτώματα που κάποτε σπέρναμε βελανιδιές .
Άφησα πίσω μου τις κραυγές των αετών και φώλιασα στην αγκάλη της αρκούδας για μια ρακή κι ένα λουκούμι μετά την ευλογία της μεγάλης Μάνας , αυτή πρώτη συγχώρεσε τον πόνο ακολουθώντας το παραστρατημένο μνημόσυνο αυτού που είδε διαφορετικά τον κόσμο.
Η φωλιά μου είναι από κλήματα , μάγμα και σχιστόλιθο για στέγη.
Η καρδιά μου, κουβαλάει νερό από πηγή κι έναν στερνό σταυρό που διαρκώς διψάει .
Ίσως να μην υπάρχει θεός, ίσως να πέθανε όπως λέει ο Νίτσε, και μείναμε  να προσκυνάμε το φθαρτό, το πλαστικό, μα σαν γυμνώσεις ένα σώμα η σάρκα τον ίδιο πόνο θα φορέσει για να διαβεί τις ουτοπίες .
Όποιο σκεύος κι αν λατρέψεις, όποιον θεό κι αν καθαιρέσεις, σαν φτάνεις στους αυχένες και τα αλπικά περάσματα που ευδοκιμεί ο άνεμος κι ο ίσκιος σου, αναζητάς την κραυγή του αετού, μετράς με την χούφτα τις καμπές που σε έφτασαν ως εδώ πάνω, ξεχνώντας το σφραγισμένο διαβατήριο , τι να το κάνεις ;
δεν τιθασεύεται ο δρόμος και όσο πιο ψηλά τόσο πιο ανάλαφρα ηχεί η καρδιά σου. Πίνω σύννεφα ενός αλλού τόπου, μόλις πριν λίγο πέρασαν πάνω από την Σερβία, το Κόσοβο, την Αλβανία, στάθηκαν στα Ακροκεραύνια για λίγο, να δροσίσουν τα βάσανα της πέτρας στην Πρεμετή, την λάβα της Κορυτσάς με τις γυμνές κάνες και κανείς δεν ζήτησε πασαπόρτι .
Πούθ’ έρχεσαι; που πάς; μια μπύρα στην Πυρσόγιαννη, στην Βούρμπιανη, στην χτισμένη ιστορία που διάβηκε την οικουμένη σαν ακρογωνιαίος λίθος στις στροφές του Σαραντάπορου και μάρτυράς μου, ο γερασμένος κόμπος της Καρυάς που πήρε την μορφή του ασκητή, πως η συγχώρεση ξεκινάει από τον εαυτό μας. 

Πόσο πιο ταπεινό να γίνει το πάτημα στις Αρένες που ολόκληρος ο Γράμμος αντιλάλησε απ το αίμα; κι ύστερα πάλι στην Κορυτσά να γέρνει το κεφάλι, από την μια ανάσταση κι από την άλλη το θεριό που ανακαινίζει την λατρεία .
Έχω δυό κάρβουνα στα χέρια, το ένα το φύτεψα στην αυλή μου, το άλλο το έτριψα στον άνεμο την αυγή, στο πιο μακρινό μου βήμα, εκείνο που πέρασε τα σύνορα κι ας ήταν λιγοστά, έγιναν δέντρα και τα δυό με αλλοπρόσαλλες φωλιές για κορμοράνους και τσικνιάδες, σε τόπους που δεν ευδοκιμούν οι καλαμιές αλλά χαράχθηκαν τα μάρμαρα των αλωνιών από οπλισμένα πόδια, μύρισε μνήμη ο άργυρος κι ο χαλκός που τεχνουργήθηκε για να εξαπλωθεί το αριστούργημα δεμένο με φιλιγκρι και γράνες.

Άγνωστοι μείναμε, στα κρεβάτια μας, στα βιβλία μας, στις βιτρίνες των Εθνικών ευεργετών που σπείρανε φιλντισένιους ναούς στα δίστρατα για τον αναπαμό του διαβατάρη που μόλις έχασε την γέφυρα γιατί αντάμωσε το δακρυσμένο ζορκάδι.
Άγνωστοι μείναμε σαν αλειτούργητες εκκλησιές που αλυσοδέθηκαν απ τα τρανά μας όνειρα
Έβαλα στις βαλίτσες, λιβάνι νάρδου, κεδρόμηλα του Αι Γιώργη και βασάλτη γιατί δεν θέλω να σκλαβώσω το νερό που μέσα μου κυκλοφορεί .



Όταν θα λιβανίζεις, για εκείνα τα πουλιά που χάθηκαν στον δρόμο θα τραγουδά ο αγέρας . 


 mat

The Maker

could i laugh again...



Με ένα τραγούδι κολλημένο στο μυαλό από το πρωί σχεδόν , άντε δύο , το δεύτερο σφήνα αργότερα το μεσημέρι . Παρεμβολές ηχητικές σε μια μνήμη κενή σε ψυχή τραυματισμένη , σαν ορατότητα που δοκιμάζει την διαφυγή από την ορεινή ομίχλη
Again , again , again , again , could i laugh again again again again Behind these hazel eyes και ψάχνεις το σκονισμένο παντελόνι , την καμένη από την εξάτμιση κορντούρα για να τρέξεις μακριά , ίσως γιατί δεν θέλεις να περάσεις άλλη μια νύχτα με την σκιά των χαπιών της λήθης στον οισοφάγο , για να αποφύγεις την εφτάχρονη ερμηνεία που σε κυνηγά . Η βαλβίδα εκτόνωσης κλειστή από καιρό , αργεί πολύ να ξεκολλήσει , ένα κρακ χρειάζεται να ακούσεις σαν κι αυτό που συνέβη μέσα σου και να εξατμιστεί όλη σου η φιλοσοφία , όλη σου η αγνότητα που αντιμετώπιζες την ανθρώπινη ύπαρξη και σχέση  . Ένα τραγούδι , δύο τραγούδια κι ένας τρελός που υπήρχε στην κάρτα του τηλεφώνου , η φθαρμένες κορντούρες τα τρύπια γάντια και το βρώμικο κράνος να κλείνει την πόρτα . Η αγωνία της αγαπημένης σου της ερωμένης σου της μοναδικής που δεν θα σου χαλάσει ποτέ την καρδιά , με την υπομονή αγίου και τα λερωμένα από τους δρόμους φανάρια να σε δέχεται , να σε καλωσορίζει επάνω στην ράχη της . Όχι ποτέ επάνω , μέσα της , έτσι σε υποδέχεται με την ψυχή να γουργουρίζει μπάσα , με την καρδιά να τρίβεται υγρή στην ανάφλεξη της και η αναπνοή να εκσφενδονίζεται μέσα από το Τιτάνιο και να γεμίζει αγέρωχα τα ανθρώπινα αυτιά σου
Εσύ μέσα στην μοτοσυκλέτα εκείνη μέσα σε εσένα να αναρωτιέσαι ποιος έχει την πιο μεγάλη ανάγκη για σκοτάδι , ποιος θα ξεπεράσει τον εαυτό του , το όριο του .
Εκείνη με την μαύρη της θωριά να ταλαντώνει κάθε τόσο το πλαίσιο , σε κάθε πίεση αντίθετης στροφής , εσύ να φανερώνεσαι άνεμος με ανοιχτό το κράνος και τέρμα την μουσική , σε μια χορογραφία συμπαντική , σχεδόν ερωτική με την ηδονή να σπα
ράζει στο δεξί γκρίπ . Και ύστερα γίνεσαι νύχτα , γεννιέσαι και πεθαίνεις πριν το δειλινό στην έξοδο , στο χάσιμο του πίσω τροχού σε κάποιο ορεινό χωμάτινο μονοπάτι , εκεί που σε πιέζουν οι σκιές , εκεί που σε τρέφουν τα λασπόνερα , εκεί αναμειγνύεις τις κουρασμένες λέξεις , τις απαγορεύσεις , τα φραγμένα λόγια και τις αντικαταστάσεις με την ερχόμενη τυφλή στροφή , με το πέταλο που δεν πρόλαβες να φρενάρεις αλλά σε έσωσε η βαριά μπότα και το γκάζι που έτρεξε πριν από εσένα , σαν δάκρυ που αβίαστο έσταξε από το μόνο άστρο που είχε εκείνη την ώρα μόλις κρυφτεί πίσω από το τελευταίο δέντρο που προσπέρασες . Έτσι σαν το αβίαστο σ΄ αγαπώ που πετάχτηκε στο μαξιλάρι .
Ένα ντεπόζιτο χρειάζεται γεμάτο και τριάντα ευρώ για την επιστροφή . Ένα ντεπόζιτο και τα χιλιόμετρα που δεν μετράν ποτέ την ευτυχία , μόνο κρατάνε από το χέρι την ανατολή που έσκαζε κάπου πίσω σου ανυποχώρητη στην παράκληση σου να αργήσει αυτή την φορά , να μην σε προλάβει , να την προσπεράσεις και να έρθει πάλι η νύχτα στα καλογραμμένα όρια του ορίζοντα , να ακολουθείς μόνο τα τεχνητά φώτα της χαμένης σου πόλης , της κλεισμένης σου διαδοχής .
Κλέβω τον αέρα  για την ερωμένη μου , με χαϊδεύει ακόμη ο ήχος της απώλειας και στο χέρι μου είναι σφραγισμένη η τελευταία της εκτόνωση . Δεν έχει σημασία που αύριο θα μετράω πάλι τις ίδιες λευκές γραμμές  , ούτε το ότι θα κάνω πως πιστεύω την κάθε της υπόσχεση για την αδιαφορία στην έλξη της . Ξέρει πως θα συνεχίζω να  περνάω με κόκκινα την πιο απαγορευμένη διασταύρωση και θα τερματίζω την ανάρτηση στην ανάποδη στροφή κάτω από την μεγάλη γέφυρα . Μέχρι να χαθεί η πρόσφυση .
Μέχρι να σκάσει πάλι το χαμόγελο πίσω από τα μάτια του χαλαζία που έσπασε τον χρόνο . 



mat

 

Δευτέρα

Ωχρή Ανεμώνα




Θέλησα να αρνηθώ την προσφερόμενη ανεμώνη
κι έτσι προσπέρασα βιαστικά τον τραγουδιστή
Φυλακισμένος με τα απομεινάρια χθεσινού δείπνου
απειλώ τον δεσμοφύλακα  πως αν μου λύσει τις χειροπέδες
μπορεί με τα ψίχουλα να κατασκευάσω τον εχθρό
οπού θα κοιμίζει στην αγκαλιά
για να καταστείλει τις εξεγέρσεις
που ξύπνιο με κρατούν 

Εκείνος τότε γελά εγκάρδια και μου προσφέρει
πάλι μιαν μαδημένη ανεμώνα

~ κάνε μελάνι με τους σπόρους
να υπογράφουν οι στρατιώτες
στα άγια νυμφίδια με τους γερασμένους πόρους  ~

Μελάνη νοθευμένη , ανόρεχτη , υγρή λαβωματιά
να ρέει όπως ποθώ να λειτουργήσω
κι έπειτα τις καταβολάδες που σε υπόγειες σήραγγες
φύονται κι αντρειεύουν κλέβοντας την διάσταση  
κρύβομαι με  τα ωχρά στιλέτα  
που σχίζουνε το φορεμένο δέρμα

Δυό φίδια με κυνηγούν
το ένα με παλεύει με την φωτιά
το άλλο με τον αέρα σύμμαχο την θεριεύει
και τα δυό κατατρών  τα σωθικά
Γεννούν τα αυγά τους με τέτοια συχνότητα
που αδυνατώ να τα συγκρατήσω
Εκσφενδονίζω την ημέρα
όλες τις βραδινές αποπλανήσεις
κι ενταφιάζω την πιο αγαπημένη
μην την προδώσουν
τα περσινά ερωτευμένα μάτια
στα χείλη του εχθρού μου

Δαιμονισμένες νύχτες που γύρευα το αίμα
θέλοντας έτσι να δοκιμαστώ
στην αγωνία της σφαγής
περνούν από τους κόμπους του χεριού μου
Τριάντα τρία « κύριε ελέησον »
κλείνουν  την πόρτα
τα εφτά σκαλιά που ανέβηκα
στην ίδια προσευχή οδηγούν
οι οίκοι που κατοίκησα
το ίδιο άνθος στο οικόσημο
μια κάτωχρη ανεμώνη
σαν παραπλανημένη εξέγερση
Στερημένη ώρα αποχωρώ
με τον αιμόφυρτο τραγουδιστή
να με αγκαλιάζει
και τον πραματευτή της νύχτας
να ουρλιάζει
μην δέχεσαι αυτήν την ανεμώνη
… 

mat

 

Αντί επιλόγου



Και να που χαθήκαμε στους προλόγους
με μοιρασμένες άδικα τις καρδιές
λόγια που αντανακλαστικά συνομιλούν
στις ευαρέσκειας την κοινοτοπία
Να που άπλωσε το χέρι παραπάνω
μπαίνοντας ερωτηματικά η προφορά  
κι έλαβε την βεβαίωση πως είναι διαρκής
στις ώρες όμως μόνο που χάνεται ο φόνος
έπειτα εισβάλει ο τόνος με διάθεση κτητική
και πεζός όπως είναι διακορεύει
την πιο δυνατή λέξη
Γιατί ,
μονάχα λέξη μπορείς να την εννοήσεις
Όταν δεν καίει τα χείλη
Όταν αδύναμη φέγγει στα μάτια
Όταν δεν επανεκκινεί την ευθεία
να την κάνει κλωστή μπερδεμένη
με αστρόσκονη και λάβα
Κι ύστερα μέμφεσαι την απώλεια
την φλέβα που κάηκε σε μια στάση
με το τσιγάρο που πετάχτηκε του διαβάτη
Πόσα ακόμη σαλιωμένα απόβραδα
χωράνε σε ένα πακέτο
δίπλα από την γέφυρα των εσταυρωμένων
πλάι στα ρημαγμένα αγιάτρευτα μάτια
πόσα αλλότρια «μωρό μου»
να ράψουν στα σάπια μου κόκαλα
που σαν περόνες απασφαλίζουν
τις ενθαρρύνσεις
που βελονιάζουν τον επικήδειο φόβο
στον καμβά του προλόγου
Παράλογες οι μεγάλες γιορτές
που συναντιόνται σαν λιόβροχα
όταν γευματίζεις με μνήματα .


Πέμπτη

(Α)Συμφωνία σε ρυθμό παρωδίας




Κοιτάξτε με
είμαι εγώ που γύμνωσα τα δέντρα
που αποκαθήλωσα τις φράσεις
η Δωροθέα , η Ευλαμπία
την μέρα κατηγορώ τα Ταμπούρια
τα Καμίνια την Δραπετσώνα
για το χαμένο ζωντανό φτωχό τους χρώμα
αδιαφορώ για το τι λέτε
και δείχνω την γυμνή μου θλίψη
παίζω στα δάχτυλα τις εναλλαγές
μα εσείς

Κοιτάξτε με
είμαι η άποψη σας
η όψη μου είναι ο πατέρας που δεν έλιωσε
τα πέλματά μου ακολουθούν την μυρωδιά σας
κοιτάξτε με
με την σκουρόχρωμη κορδέλα
στα αθώα μου μαλλιά
τι όμορφη είμαι
τι πεθαμένη όψη που έχει η καρδιά
Σας κουβαλώ μαζί μου
σε κάθε παραχώρηση στον Άγιο Παύλο
στην Αχαρνών , στην Μάρνη
που ξέφυγε από το μαντίλι μιας άλλης προσευχής
σας κουβαλώ στην παρακμή μου
με ένα χαρτί που υποθήκευσα
για να με κοιτάτε

Κοιτάξτε με
θέλω το χειροκρότημά σας
να ζωντανέψει το αίμα που δανείσθηκα
να αφαιρέσει από τα βλέφαρά μου τα κάρβουνα
αυτά σας προσφέρω
κάθε πρωί
κάθε μεσημέρι
κάθε απόγευμα
με κάθε ευκαιρία
για αυτό κοιτάξτε με

Κοιτάξτε με
μόνο τα πρωινά
Τα βραδινά φορώ την λαμπερή μου ετικέτα
ντύνομαι παρεμφατική έγκλιση
για να γευτώ το διαπασών
με προαστιακές εκκρίσεις  
αλλά και πάλι στα παραπήγματα
των πρωινών κατηγορώ καταθέτω την πλάνη
Στα Εξάρχεια , στο Γκάζι
στους σταθμούς του Μετρό
μετρώ τα πόδια με αναλαμπές
χαϊδεύοντας των ματιών την προστάτιδα
αποκολλώντας τα αιολικά μου δώρα

Γιατί

Είμαι η καθημερινή φωνή που ράβεται
σύμφωνα με τις προσταγές σας

Κοιτάξτε με

Συνενοχή με λένε
συνενοχή και υποκρισία

mat

Η σκιά της καθαίρεσης



Ούτε ένα δάκρυ δεν καθαιρέθηκε
για την υποστολή μας
τα μάτια καρφωμένα χαμηλά
μα το μυαλό σε άλλη Σημαία
που είχε τέλεια καλύψει
τον διαβρωμένο της ιστό
για να ταιριάζει στον αθώο κυματισμό
έτσι όπως περίτεχνα έγερνε αθώα το κεφάλι
ο διπλωμάτης του φτηνού κονιάκ
της Κυριακές
Ένα κουρέλι που στον άνεμο αφέθη
να το πονάει το γαλάζιο του ουρανού
με το ξεθωριασμένο του σχοινί
να πνίγεται απ τον χρόνο
διψώντας για φωτιά
και δάχτυλα ορίζοντες
Ούτε ένα δάκρυ δεν έσταξε
για την καθαίρεση μας
γιατί ανακαλύψαμε πριν την υποστολή μας
πως ήταν τα δωμάτια διπλά
και τα κενά μνημόσυνα
που κουρασμένα γέρναγαν  τα τζάμια
αντανακλούσαν τα απατηλά φιλιά
Βοηθούσαν βλέπεις τα σημαδεμένα χέρια
εκείνα που δεν γνώρισαν ζωντανή βελονιά
ούτε χαιρέτισαν δια χειραψίας σφιχτά
του μνήματος την αντιλαλιά
παρά μονάχα σαν ηχώ και σαν δραματουργός χορός
ακολουθούσαν τον κενό βηματισμό
και σαν καθρέφτισμα τσαλακωμένο
αντιφωνούσαν την επίδοξη φωταγωγία
Κανείς δεν κλαίει στις υποστολές
Γιατί το βλέμμα είναι χαμηλό
και τής καθαίρεσης τον ήχο  
καλύπτει ο ίσκιος της καινούριας σημαίας.

mat

Παρασκευή

Χτισμένο παράθυρο



Τα ελατήρια πονάνε τα πλευρά  
είμαι μια ξαπλωμένη μάζα
άμορφη , δύσκαμπτη
σε κρεβάτι δίχως  στρώμα
δίχως σκεπάσματα
δίχως μαξιλάρι
σκεπάζομαι με την κουρτίνα
δεν την χρειάζεται το χτισμένο παράθυρο
κρυώνω
ιδρώνω
ανοίγει το άμορφο σώμα
η μάζα λιώνει
σχηματίζει ένα χέρι
ένα μοναδικό χέρι
που ανασύρει το βρώμικο πάτωμα
Η εικόνα μου
κουβαλά δεμένο κουτί
μικρό για το βάρος του
με κόμπους αδίστακτους
ένα τραπέζι
ένα τραπέζι
χρειάζομαι ένα τραπέζι
που είναι ένα τραπέζι
να σηκώσει τόσο φορτίο
ένα χέρι με  δάχτυλα ολόκληρα
με τα νύχια ακονισμένα
να λύσει τους κόμπους
δεν έχω νύχια
δεν έχω δάχτυλα
είμαι μια άμορφη μάζα
ένα λιωμένο σώμα
ένα μαχαίρι
ένα μαχαίρι
να κόψω τα σχοινιά
μα είναι τόσο βαρύ πανάθεμα
πώς κι είναι τόσο άδειο
και ποιος έδεσε χίλιους κόμπους το κενό
Με περιφέρω
σαν επιτάφιο αστόλιστο
από δωμάτιο σε δωμάτιο
με ερωτεύεται η θλίψη
γυμνή μου προσφέρει την σάρκα
κι εγώ μια ιπτάμενη άμορφη μάζα
καρφώνω το άδειο κουτί
τα καρφιά διαπερνούν το ταβάνι
τους τοίχους
το πάτωμα
κι η μάζα μου ρέει στις σωλήνες 
του καλοριφέρ 
της ύδρευσης 
της αποχέτευσης 
για να επιστρέψει στο κρεβάτι
με τα γυμνά ελατήρια
να εισχωρούν στα πλευρά
και την κουρτίνα να με πνίγει.


Τετάρτη

Πληρωμένη ουτοπία



Οι επιστροφές είναι σειρές
με δυστυχισμένα φώτα στην Champs Elysées
και συστοιχίες με τις ανθισμένες Τζακαράντες
στην παγωμένη οδό Αθηνάς
Πώς μπέρδεψα τα μάτια μου
με τόσα πεθαμένα άνθη ;
Ίσως η ευθυμία που έβγαζε η μάσκα
κι αυτό το ψεύτικο χαμόγελο του δρόμου
που τράβηξε την φωτογραφία
Η Champs Elysées κοιμάται
με ρυθμικές κοφτές ανάσες
Η οδός Αθηνάς προσπερνά
με πληρωμένες ουτοπίες
κι εμένα το βλέμμα αργό
να κόβει τα θλιμμένα σκαλοπάτια
με την πρωτόγονη αφή του ξυρισμένου δέρματος
στα χέρια που διερεύνησαν χυμούς
Έλα να σ' αγκαλιάσω
ως πρόστυχος καπνό να μπερδευτώ
στ αυθαίρετά σου πόδια
και τύλιξέ με στο χιόνι των ανθών σου
κάτω από φύλλα
κάτω από δυστυχισμένα φώτα
με τους πλανόδιους χορευτές
και τα τσιγγάνικα μάτια
που κρύβουν επιβραβεύοντας σιωπηλά
Μικρή τσιγγάνα
που χορεύεις φλαμένκο στην παλάμη μου
ξαφρίζεις την αγάπη από τα ρόδα
κι έμειναν άδειπνες κόγχες
κάτω από τα μελανά μάτια
Στο σώμα μου κοιμάται ένα φίδι
που έχει ένα σπουργίτι στην κοιλιά
και έναν υδροχόο στην ουρά
τρέφεται από του στήθους την πληγή
φροντίζει πάντα να αιμορραγεί
καθώς την ποτίζει με τα δυστυχισμένα φώτα
της Champs Elysées τυλιγμένης στην ομίχλη
Από τον τρίτο όροφο πήδηξε μια απώλεια
και προσμετρήθηκε έλξη
Το σπουργίτι τσιμπολογάει ψίχουλα
από την φούχτα του δανδή
το φίδι κουλουριασμένο ξεδιψά στην πληγή μου
και η οδός Αθηνάς μοιάζει ακριβότερη στην φτήνια της
από την πληρωμένη κάμαρη
Τα ίδια φώτα ανάβουν στον τρίτο
με έναν λυγμό στα μισοβγαλμένα ρούχα
την άλλη μέρα θα ήθελα να σε γευτώ ξανά
στον τρίτο
στο ισόγειο
στο υπόγειο
στην Ηλύσια οδό Αθηνάς
με πληρωμένο χρόνο
σαν πινακίδα Νεον μισοσβησμένη
όπως ακριβώς είναι το όνειρο .